τροφίτις

τροφίτις
-ίτιδος, ἡ, Α
1. (ενν. συγγραφή) συγγραφή σχετική με τη διατροφή, με τη συντήρηση
2. φρ. «γυνὴ τροφῑτις»
α) τροφός, παραμάννα
β) γυναίκα παντρεμένη με συμβόλαιο, με συμφωνητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. ταχ-ῖτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”